υπερκαρπαθικός

υπερκαρπαθικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που βρίσκεται πέρα από τα Καρπάθια Όρη («υπερκαρπαθική Ουκρανία»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”